[dropcap]Β[/dropcap]ρίσκεται πάνω σε πλαγιά είν’ όμορφο ωστόσο
του κάμπου χαίρεται μαζί και του βουνού τη δρόσο
του ελατιού τη μυρωδιά και της ελιάς το κλίμα
τους λόφους με τα ρέματα και τ’ αμπελίσιο κλήμα.
[dropcap]Α[/dropcap]σπρα τα σπίτια του, πολλά, στον ήλιο καθρεφτίζουν
και τα δρομάκια του στενά καντάδες μας θυμίζουν
τραγούδια του παλιού καιρού που όσο περνούν τα χρόνια
μένουν σαν όνειρα γλυκά στου Κούλουρη τ’ αλώνια.
[dropcap]Σ[/dropcap]τα τσιμεντένια τα στενά που σμίγουν τα μπαλκόνια
τώρα οι γέροι κ’ οι γριές μιλάνε στα εγγόνια
για το ρολόι του χωριού και την Αγια -Τριάδα
θυμούνται όμως τα παλιά και νοιώθουν μια κρυάδα.
[dropcap]Α[/dropcap]υτά που τώρα μοιάζουνε σαν να ’ναι παραμύθια
κάποτε έζησαν κι αυτά και όλα είν’ αλήθεια.
Άδειασαν δρόμοι κι έκλεισαν σπίτια που τώρα μόνα
με το Βοριά παλεύουνε στο κρύο του χειμώνα.
[dropcap]Ρ[/dropcap]ημάδια άφησε πολλά της ξενητιάς τ’ αμάξι
πόσες μαννούλες στα κρυφά έχουν αναστενάξει
και πόσες τώρα ξαναζούν του χωρισμού το δράμα
που περιμένουν με καημό να πάρουν ένα γράμμα..
[dropcap]Α[/dropcap]κούραστοι βιοπαλεστές φιλόξενοι και πράοι
σήμερα είν’ οι κάτοικοι όλοι μικροί μεγάλοι.
Παρόν και μέλλον συζητούν το παρελθόν τους λένε
χαίρονται όλοι στη χαρά μα και στη λύπη κλαίνε..
[dropcap]Σ[/dropcap]το διάβα μένουν του καιρού ωραία, το Σχολείο
οι εκκλησιές με τ’ ουρανού το Άγιο και Θείο
οι πράσινες λοφοσειρές, τα δροσερά κηπάκια
τα σπίτια, νέα και παλιά και τα στενά δρομάκια.
Ιούνιος του 1968
Β. Γ. Βλαχάκος