Γεώργιος Μασγανάς-Παιδίατρος
Ο γιατρός Μασγανάς, ο επίλεκτος αυτός συγχωριανός μας γεννήθηκε το 1924 στο Βασσαρά. Ήταν τα τέταρτο παιδί του Αγγελή και της Ανδριάνας. Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο του Βασσαρά και στη συνέχεια το γυμνάσιο αρρένων Σπάρτης. Μετά επέτυχε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ`όπου απεφοίτησε και συνέχεια απέκτησε την ειδικότητα του παιδιάτρου. Στη Σπάρτη ήρθε το 1956 όπου άνοιξε το πρώτο του ιατρείο. Παντρεύτηκε τη Σοφία Παπαγιαννοπούλου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Τον Αγγελή, επιχειρηματία στη Σπάρτη, την Ιωάννα, δικηγόρο στην Αθήνα, και τον Κωνσταντίνο, ιατρό-χειρούργο, ορθοπεδικό, με γραφείο στη Σπάρτη, στον ίδιο χώρο, στο πατρικό ακίνητο, που στεγάζονταν τα παλαιότερα χρόνια το ιατρείο του πατέρα του. Ο Γεώργιος Μασγανάς έφυγε ενωρίς από τη ζωή τον Ιανουάριο του 1978 σε ηληκία μόλις 54 ετών. Ο πρόωρος θάνατος του Μασγανά πατέρα, δεν τον άφησε να καμαρώσει όσο θέλει κάθε γονιός τα πολυαγαπημενα του παιδιά και εγγόνια και ν`απολαύσει τους κόπους μιάς τίμιας και σωστής δημιουργικής ζωής. Υπήρξε έξοχος επιστήμονας, καλός οικογενειάρχης, καταδεκτικός, κοινωνικός, φυσιολάτρης, λεβέντης με ψιλό ανάστημα-μιά παρουσία επιβλητική που δύσκολα ξεχνιέται .Σαν να τον βλέπω ακόμα μες`τα μάτια μου να περπατάει αεράτος, με την ιατρική τσάντα στο χέρι και με το πλατύ χαμόγελο να επισκεπτεται τα άρρωστα παιδιά και να δίνει ένα κουράγιο και μιά ελπίδα στους καρδιοχτυπούντες γονείς. Αξιόλογη ήταν η καταξίωσή του στη Λακωνική κοινωνία, τόσο ως ανθρώπου αλλά και ως κορυφαίου επιστήμονα. Η φήμη του είχε φτάσει και στα πιό απομακρυσμένα χωριά του νομού μας, αφού παρείχε ως εκεί τις ιατρικές του υπηρεσίες. Το επώνυμό του Μασγανάς στη Λακωνία είχε γίνει πλέον συνώνυμο της ειδικότητας του παιδιάτρου. Ο γιατρός Μασγανάς ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους πατριώτες, εις των οποίων τα παιδιά παρείχε με προθυμίαν τις ιατρικές του υπηρεσίες, αλλά και να μην ξεχνάμε ότι και στους μεγαλύτερους Βασσαραίους έδινε πάντα την ιατρική του συμβουλή και υπηρεσία. Το κόκκινο Φολξβάγκεν προκαλούσε δέος και ανακούφιση, καθώς ξεπρόβαλε στον κάμπο του χωριού, σ`εκείνους που είχαν ανάγκη κάποιας ιατρικής συμβουλής και έβγαιναν στο δρόμο ή την πλατεία του χωριού να τον αναζητήσουν, για να μην τους φύγει για τ’αγαπημένα του Βέρροια και δεν τον προλάβουν. Τα Βέρροια τ’αγαπούσε, ίσως θα έπρεπε να ειπούμε τα λάτρευε, αφού με την πρώτη ευκαιρία, όταν του επέτρεπε η επαγγελματική του ενασχόληση, βρισκάτανε εκεί. Μάλιστα, όπως ο ίδιος εκμηστερευόταν σε φίλους του, ήθελε γιά λίγες ώρες να ξεχνά ότι είναι γιατρός. Στα Βέρροια τον περίμεναν οι παλαιοί Βερροιώτες Δημήτρης Σγουρίτσας, Κώστας και Δημήτρης Βελισάρης, Μαρίνης Γεωργακόπουλος κ.ά. γιά να πάνε γιά κυνήγι να φέρουν κανένα λαγό και στη συνέχεια να φάνε κανένα μπριζολάκι ή άλλο μεζέ που ο γιατρός φρόντιζε πάντα να φέρνει από τη Σπάρτη και να πιούν μαζί κανένα ποτηράκι κρασί και να τραγουδήσουν την «Τρισεύγενη…….» Ο γιατρός επίσης ήταν δεινός καρυδοφάγος. Τους φθινοπωρινούς ιδίως μήνες με τον «σουγιά» πάντα στην τσέπη άνοιγε τα φρέσκα καρύδια που πολλές φορές ήταν και ο μεζές γιά το κρασί. Ήξερε όλες τις καρυδιές, ποιά ήταν η πρώϊμη, όψιμη, ποικιλίες κλπ. Εξέχουσες προσωπικότητες, επιστήμονες, συνάδελφοι και πολλοί άλλοι, όσοι έτυχε να γνωρίσουν από κοντά το Μασγανά, (γιατί έτσι τον αποκαλούσαν μικροί και μεγάλοι) μιλούν με τα καλλίτερα λόγια γιά τον άνθρωπο, τον επιστήμονα, τον γιατρό, τον Γεώργιο Μασγανά.
ΠΑΠΑ ΣΤΑΥΡΟΣ
Ενας άξιος καθοδηγητής.
Παρ’ότι πέρασαν μερικά χρόνια από τότε που έφυγε από κοντά μας ο καλοκάγαθος παπα-Σταύρος δεν παύει να κατέχει τα σκήπτρα ανάμεσα στις φυσιογνωμίες της κοινωνίας του χωριού μας. Πρόκειται για ένα καλό πατριώτη, ένα ενάρετο οικογενειάρχη, αλλά υπεράνω όλων πρόκειται για έναν πνευματικό πατέρα όλων μας, που για μισό περίπου αιώνα, υπηρέτησε την εκκλησία μας σαν άγιος πατέρας, που με το χαμόγελο πάντα στα χείλη δεν σταμάτησε να προσφέρει χείρα βοηθείας και ψυχικήν ανακούφιση σε όλους εκείνους που είχαν δύσκολες στιγμές στο πέρασμα του χρόνου. Ο σεβαστός μας λοιπόν παπα-Σταύρος γεννήθηκεστο Βασσαρά το 1917 από το Νικόλα και Γεωργίτσα Νικολέτου. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας, αλλά οι τότε περιστάσεις του πολέμου δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει και πολύ γρήγορα εκλήθη ως κληρωτός, να υπηρετήσει τον Ελληνικό στρατό κι’αργότερα ως έφεδρος να πολεμήσει εναντίον των κατακτητών στον Αλβανικό πόλεμο. Παντρεύτηκε κατά το έτος 1941 τη Λευκούλα, το γέννος Μασγανά και απόχτησαν δύο αγόρια τον Νίκο και τον Γιώργο. Εργαζόμενος σκληρά, αλλά πάντα χαρούμενος και γελαστός προσπαθούσε να θρέψει την οικογένειά του καθώς και τους γονείς του που έμεναν μαζί του. Μετά την απελευθέρωση και κατά το έτος 1945 εκστρατεύτηκε και πάλι, κατ’αρχάς στην Εθνοφυλακή κι’αργότερα στη Χωροφυλακή όπου υπηρέτησε για ένα περίπου χρόνο. Μετά από πολλές σκέψεις καί πολλούς ενδοιασμούς το 1951 ήταν ο χρόνος που άλλαξε τη ζωή του ριζικά. Τον χρόνο εκείνο γράφτηκε στην Ιερατική σχολή της Κορίνθου, όπου κι’εφοίτησε επιμελώς, ούτως ώστε το 1952 να χειροτονηθή σε Διάκονο και πολύ σύντομα σε ιερέα, υπό του τότε σεβασμιώτατου μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης, κ. Διονυσίου. Κατά τα δύο πρώτα χρόνια υπηρέτησε στο γειτονικό χωριό Χρύσαφα, ως εφημέριος της εκεί ενορίας κι’έπειτα ήλθε στο Βασσαρά υπηρετώντας ως εφημέριος κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο κι’εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος, τόσο διά της κρυστάλινης φωνής του και αψόγου διακπεραίωσης της Θείας λειτουργίας, όσο και της γενικής προσωπικότητας του, κατέστη το Α και το Ω του χωριού. Δεν υπήρχε εξωκλήσι που δεν θα λειτουργούσε στη μνήμη του, δεν υπ,ηρχε σπίτι που να μην το επισκεφτεί τόσο στη γιορτή των Θεοφανείων, όσο και όταν εκαλείτο για λειτουργίες, λειτανίες, αγιασμούς και ότι άλλο. Ακόμα και κατά την επίσκεψή του στη Βοστώνη, κατάφερε με την προσωπικότητά του να σαγηνέψει όλη την ομογένεια. Θεωρώ μεγάλη μου τιμή κι’ευτυχία να υπηρετήσω στο ιερό για λίγα χρόνια, υπό την προστασία και κηδεμονία του αείμνηστου παπα-Σταύρου και μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω από κοντά τη μεγάλη φυσιογνωμία του ενάρετου ιερέα, του επιστήθιου φίλου και του πνευματικού αυτού πατέρα. Με άλλα λόγια ο Σταύρος Νικολέτος , ο παπα-Σταύρος, κατόρθωσε να επιπλεύσει μέσα στα δύσκολα εκείνα χρόνια και τις πολύπλοκες περιστάσεις και να σταθεί βράχος ακλόνητος τόσο σαν άνθρωπος, όσο και σαν ιερέας.
Ο δάσκαλος Ψαλλίδας
Μεταξύ των διακεκριμένων Βασσαραίων του παρελθόντος δεσπόζουσα θέση κατέχει η φυσιογνωμία του αείμνηστου δασκάλου Γεωργίου Ψαλλίδα. Ο άριστος αυτός λειτουργός της παιδείας, ο ανθρωπιστής κι’ένθερμος πατριώτης γεννήθηκε στο Βασσαρά γύρω στο 1910. Γονείς του ο Ιωάννης και Ελένη Ψαλλίδα. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας. Δάσκαλοί του οι αείμνηστοι Αναστάσιος Θεοφίλης και Άγγελος Αναστασόπουλος, (Βασσαραίοι κι’αυτοί), οι οποίοι είχαν μετατρέψει το σχολείο μας σ’ένα φυτώριον επιστημόνων με κορυφαίους τους Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, Χρήστο Σγουρίτσα κ.ά. Συνέχισε στο γυμνάσιο της Σπάρτης και στην παιδαγωγική ακαδημία Τριπόλεως, απ’όπου και πήρε το δίπλωμα του δασκάλου. Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία κι’επελέγει μεταξύ των πρώτων για τη σχολή εφέδρων αξιωματικών. Όπως πάντα αρίστευσε κι’εκεί και εξήλθε με το βαθμό του ανθυπίλαρχου. Πρώτα δίδαξε στο δημοτικό σχολείο Αγίου Δημητρίου Ζάρακος και για πολλά χρόνια μετά ελάβαινε ευχαριστήρια γράμματα από τους κατοίκους και μαθητές του Αγίου Δημητρίου. Εν συνεχεία εδίδαξε στο δημοτικό σχολείο Βασσαρά και διετέλεσε διευθυντής του από το 1937 έως το 1944. Ως δάσκαλος υπήρξε αντάξιος συνεχιστής του έργου των μεγάλων του δασκάλων. Οι Βασσαραίοι αρίστευαν στο γυμνάσιο και τις ανώτατες σχολές. Από τους μαθητές του μεγάλες θέσεις κατέλαβαν κατά καιρούς οι εξής. Γεώργιος Δ. Σγουρίτσας,πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του κράτους, Βούλα Αναστασοπούλου, δικηγόρος, Γεώργιος Ν. Σταυρόπουλος, δικηγόρος, Γεώργιος Αρβανίτης, διευθυντής στην τράπεζα της Ελλάδος, Ιωάννης Π. Σταυρόπουλος, γυμνασιάρχης, Ιωάννης Φουρτούνης, μηχανικός, Δημήτριος Ν. Σταυρόπουλος, συγγραφέας και καθηγητής ξένων γλωσσών, Ελένη Φουρτούνη, συγγραφέας. Ο αριθμός θα ήταν πολύ μεγαλύτερος αλλά στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της φτώχειας που ακολούθησε πολλοί μαθητές του δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν. Παράλληλα με τα μαθήματα, εδίδασκε με πάθος την αγάπη στην πατρίδα, στα χωριά μας, στη φύση και στον συνανθρωπό μας, καθώς και χίλιες δυό άλλες συμβουλές, οι οποίες ακόμα μας βοηθούν ακόμα και σήμερα στην καθημερινή μας ζωή. Φύτευσε τα δασύλεια του Αγίου Νικολάου και Αγίου Δημητρίου με την βοήθεια των μαθητών του. Στο χωριό ήταν πρώτος μεταξύ των πρώτων σε ότι αφορούσε την πρόοδο, πρώτος και στίς χαρές, πρώτος και στίς λύπες, πρώτος και στην συμπαράσταση του πόνου. Πολύτιμος ήταν η συμπαράστασή του σε όλους μα ιδιαίτερα στην νεολαία. Την 28ην Οκτωβρίου 1940, πρώτος έλαβε την τηλεγραφική πρόσκληση της πατρίδας. Προτού ακόμα κοινοποιηθούν τα διατάγματα επιστρατεύσεως αυτός πρώτος επήρε το τηλεγράφημα και αμέσως στις 9 το πρωί συγκέντρωσε γρήγορα-γρήγορα όλα τα παιδιά του σχολείου και είπε τα εξής. Εγώ και οι πατέρες σας θα πάμε να πολεμήσουμε γιά την πατρίδα, να βοηθάτε τις μάνες σας, τα μικρά αδέλφια σας και τους συμμαθητές σας και να προσευχόσαστε γι’εμάς. Μιλούσε και η ματιά του ήταν καρφωμένη στο χάρτη, κοίταζε προς τα σύνορα σαν ν’ανυπομονούσε να βρεθεί εκεί πάνω, να υπερασπίσει κάθε πιθαμή της πατρίδας. Ο νούς του φαινόταν σαν να ταξείδευε στα βάθη της ιστορίας μας και σαν να ονειροπολούσε, συνέχισε. Είναι πολλοί, είμαστε λίγοι. Και οι προγονοί μας, όταν πολεμούσαν γιά την πατρίδα, πάντα λίγοι ήταν και νικούσαν. Με τη βοήθεια του Θεού το ίδιο θα γίνει και τώρα. Το 40-41 πολέμησε ηρωϊκά ως υπίλαρχος, διοικητής ενός ουλαμού υππικού. Στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς έδειξε όλο το μεγαλείο της ψυχής του. Οργάνωσε τα παιδικά συσίτια κι’έσωσε από την πείνα και τον θάνατο πολλούς μαθητές. Οικογένεια δική του δεν είχε, το σχολείο ήταν το σπίτι του, παιδιά του οι μαθητές του. Φρόντισε να βαστήξει αναμμένη την σπίθα της ελευθερίας και την ελπίδα στις καρδιές των μαθητών του. Δεν γνώριζε πόσο θα διαρκέσει η σκλαβιά και μεριμνούσε γιά το καθήκον με το οποίον ήταν επιφορτισμένος. Το σχολείο είχε γίνει ένα νέο κρυφό σχολειό. Στην αίθουσα της 5ης και 6ης, την δυτική αίθουσα του καινούριου σχολείου γινόταν καθημερινά μιά εθνική μυσταγωγία. Η διδασκαλία ήταν ένας παραλληλισμός με τους αμαρτωλούς και κλέφτες, με τις Σουλιώτισες και Σουλιοτοπούλες, με μιά νέα Φιλική Εταιρία, με μιά νέα Ανάσταση. Μιλούσε γιά το καθήκον προς την σκλαβωμένη πατρίδα. Συχνά έλεγε. Γιά να ιδούμε, ποίοι από εσάς θα ελευθερώσουν την Ελλάδα. Θά γίνει κανένας από εσάς Κολοκοτρώνης! Και πρωτοστάτησε και στον απελευθερωτικό αγώνα. Η σκλαβιά τελείωνε και η ημέρα της ελευθερίας, γιά την οποία πολέμησε, μόχθησε και πόθησε τόσο πολύ, είχε αρχίζει να γλυκοχαράζει. Δεν πρόλαβε όμως να την ιδεί. Έπεσε θύμα του εμφυλίου σπαραγμού στις 3/8/44 στην Ανάληψη της Σπάρτης, σε ηληκία μόλις 34 ετών. Στις 3/9/44, ένα μήνα ακριβώς αργότερα, η Λακωνία απελευθερώθηκε. Γιά τον δάσκαλο όμως ήταν πολύ αργά. Ο θάνατός του ήταν βαρύ πλήγμα τ’οσο γιά το χωριό, όσο και γιά το σχολείο μας. Μαζί του σκοτώθηκαν άλλοι έξι Βασσαραίοι. Το τραγικό και αποτρόπαιο αυτό γεγονός, όσο κι’απαίσιο κι’αν ήταν, καθώς κι’όλλα τ’αλλα που συνέβησαν τότε, τα επεσκίασε ο θάνατος του δασκάλου. Όλοι έμειναν βουβοί. Το μόνο που μπορούσαν να ψελίσουν ήταν. Γιατίίίίί………..!Αλλά στα παράλογα απάντηση δεν υπάρχει. Βαρύ ήταν το τίμημα που πλήρωσε η πατρίδα μας και το χωριό μας στον πόλεμο και τον εμφύλιο. Βαρύ ήταν και το τίμημα πού πλήρωσε και η οικογένειά του. Η μάνα του, μιά σεβάσμια γερόντισσα, βρήκε τραγικό θάνατο στον εμφύλιο. Ο αδελφός του, Δημοσθένης, τιμημένος ανάπηρος 40-41, με κλονισμένη την υγεία του από τα τραύματα και την πίκρα, έφυγε νέος από τη ζωή. Ας τον έχουμε οδηγό στην ζωή μας κι’ας μεταδώσουμε και στούς επόμενους τα σοφά του λόγια, τις αξίες και τα ιδανικά που μας δίδαξε.